- συνείληφα
- συνείληφα s. συλλαμβάνω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
συνείληφα — συλλαμβάνω collect perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνειλήφασι — συνειλήφᾱσι , συλλαμβάνω collect perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνειλήφασιν — συνειλήφᾱσιν , συλλαμβάνω collect perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)